|
|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο escape παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: means | of
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| escape⇒ vi | (get away) (φεύγω κρυφά) | δραπετεύω ρ αμ |
| | (καθομιλουμένη) | το σκάω έκφρ |
| | (αργκό) | την κοπανάω, γίνομαι καπνός έκφρ |
| | The prisoners have escaped. |
| | Οι φυλακισμένοι δραπέτευσαν. |
| | Οι φυλακισμένοι το έσκασαν. |
| | Οι φυλακισμένοι την κοπάνησαν (or: έγιναν καπνός). |
| escape from [sth/sb] vi + prep | (flee, run away from) (από κπ/κτ) | δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω ρ αμ |
| | The prisoner escaped from his jailers. |
| | Ο κρατούμενος δραπέτευσε (or:ξέφυγε) από τους δεσμοφύλακές του. |
| escape from [sth/sb] vi + prep | (avoid, evade) (μεταφορικά: από κπ/κτ) | ξεφεύγω ρ μ |
| | | γλυτώνω ρ μ |
| | He goes out to work on the car to escape from his mother-in-law. |
| | Βγαίνει έξω να μαστορέψει το αυτοκίνητο για να ξεφύγει από την πεθερά του. |
| escape [sth/sb]⇒ vtr | (get away from) | ξεφεύγω από κτ/κπ ρ μ + πρόθ |
| | The refugees crossed the border to escape the war. |
| | Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. |
| escape [sth]⇒ vtr | (elude) (κάτι δυσάρεστο) | αποφεύγω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | γλυτώνω ρ μ |
| | The boy escaped punishment by blaming his friend. |
| | Το αγόρι απέφυγε την τιμωρία κατηγορώντας τον φίλο του. |
| | Το αγόρι γλύτωσε την τιμωρία κατηγορώντας τον φίλο του. |
| escape n | (breakout) (παράνομη φυγή) | απόδραση ουσ θηλ |
| | The prisoners' escape shocked everyone. |
| | Η απόδραση των φυλακισμένων σόκαρε τους πάντες. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| escape n | (evasion) (μεταφορικά) | φυγή, απόδραση ουσ θηλ |
| | Reading was an escape from his parents' arguing. |
| | Το διάβασμα ήταν η φυγή του από τους καβγάδες των γονιών του. |
| escape n | (means of escape) | έξοδος ουσ θηλ |
| | There was an escape beneath the window in case of fire. |
| | Υπήρχε μια έξοδος κάτω από το παράθυρο σε περίπτωση φωτιάς. |
| escape n | (leakage) | διαρροή ουσ θηλ |
| | There was an escape of gas in the basement. |
| | Υπήρχε διαρροή αερίου στο υπόγειο. |
| escape⇒ vi | (avoid capture) | ξεφεύγω ρ αμ |
| | The criminal escaped just before the police arrived. |
| | Ο εγκληματίας ξέφυγε λίγο πριν φτάσει η αστυνομία. |
| escape vi | (leak) | διαρρέω ρ αμ |
| | The fumes escaped into the atmosphere. |
| | Οι καπνοί διέρρευσαν στην ατμόσφαιρα. |
| escape vi | (memory: fade) (μεταφορικά) | ξεθωριάζω ρ αμ |
| | The memory of her face has escaped with the passage of time. |
| | Η ανάμνηση του προσώπου της ξεθώριασε με το πέρασμα του χρόνου. |
| escape [sb]⇒ vtr | (forget) | μου διαφεύγει περίφρ |
| | I know the face, but his name escapes me. |
| | Τον ξέρω εξ όψεως, αλλά το όνομά του μου διαφεύγει. |
| escape [sth/sb]⇒ vtr | (inadvertently slip) | ξεφεύγω ρ αμ |
| | A swear word escaped her lips. |
| | Μια βρισιά ξέφυγε από τα χείλη της. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'means of escape' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|